δειπνῖτις

From LSJ
Revision as of 21:55, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δειπνῖτις Medium diacritics: δειπνῖτις Low diacritics: δειπνίτις Capitals: ΔΕΙΠΝΙΤΙΣ
Transliteration A: deipnîtis Transliteration B: deipnitis Transliteration C: deipnitis Beta Code: deipni=tis

English (LSJ)

ιδος, ἡ, = fem. of δειπνητικός, στολή D.C.69.18.

German (Pape)

[Seite 540] ιδος, ἡ, zum Gastmahl gehörig, στολή D. Cass. 69, 28.

Greek (Liddell-Scott)

δειπνῖτις: -ιδος, ἡ, θηλ. τοῦ δειπνητικός, ἀναφερόμενον ἐκ τοῦ Δίωνος. Κ. 69, 28, στολ ὴ δ.

Spanish (DGE)

-ιδος
propia de la cena ἔν τε τῇ στολῇ τῇ δειπνίτιδι con la ropa de la cena D.C.69.18.3.

Greek Monolingual

δειπνῑτις (-ιδος), η (Α) δείπνον
φρ. «δειπνῑτις στολή» — ενδυμασία κατάλληλη για δείπνο.