δικτυεύς
From LSJ
ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis
English (LSJ)
έως, ὁ, one who fishes with nets, Str.8.7.2, Ael.NA1.12.
German (Pape)
[Seite 630] ὁ, Netzfischer, Ael. H. A. 1, 12; Strab. VIII p. 384.
Greek (Liddell-Scott)
δικτυεύς: έως, ὁ, ὁ διὰ δικτύων ἁλιεύων, Στράβων 384, Αἰλ. π. Ζ. 1. 12.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
pêcheur au filet.
Étymologie: δίκτυον.
Spanish (DGE)
-έως, ὁ
pescador con red Ael.NA 1.12, Str.8.7.2, Poll.7.137.
Greek Monolingual
δικτυεύς, ο (Α)
αυτός που ψαρεύει με δίχτυ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δίκτυον + (επίθημα) -ευς (πρβλ. αλιεύς)].