κερατόπους

From LSJ
Revision as of 01:40, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερᾱτόπους Medium diacritics: κερατόπους Low diacritics: κερατόπους Capitals: ΚΕΡΑΤΟΠΟΥΣ
Transliteration A: keratópous Transliteration B: keratopous Transliteration C: keratopous Beta Code: kerato/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, πουν, τό, gen. ποδος, hornfooted, hoofed, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1422] ποδος, hornfüßig, Pan.

Greek (Liddell-Scott)

κερᾱτόπους: ὁ, ἡ, πουν, τό, ἔχων τοὺς πόδας ἐκ κερατίνης οὐσίας, ἔχων ὁπλάς, Γλωσσ.

Greek Monolingual

κερατόπους, -οδος, ὁ (Α)
αυτός που έχει οπλές στα πόδια του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας, -τος + -πους (< πούς), πρβλ. καμψίπους, ωκύπους].