κολλήσιμος

From LSJ
Revision as of 02:02, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κολλήσιμος Medium diacritics: κολλήσιμος Low diacritics: κολλήσιμος Capitals: ΚΟΛΛΗΣΙΜΟΣ
Transliteration A: kollḗsimos Transliteration B: kollēsimos Transliteration C: kollisimos Beta Code: kollh/simos

English (LSJ)

η, ον, glued together, prob. in Gloss.; Subst. -μον, τό, volume of κολλήματα, Stud.Pal.1.28.8 (iii A.D.).

Greek Monolingual

κολλήσιμος, -ίμη, -ον (Α) κολλώ
1. ο συγκολλημένος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κολλήσιμον
δέσμη κολλημάτων, δηλ. φύλλων παπύρου τα οποία είναι κολλημένα το ένα κάτω από το άλλο και τα οποία όταν τυλιχθούν σχηματίζουν κύλινδρο.