κυνόπρηστις

From LSJ
Revision as of 02:35, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art

Menander, Monostichoi, 478
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠνόπρηστις Medium diacritics: κυνόπρηστις Low diacritics: κυνόπρηστις Capitals: ΚΥΝΟΠΡΗΣΤΙΣ
Transliteration A: kynóprēstis Transliteration B: kynoprēstis Transliteration C: kynopristis Beta Code: kuno/prhstis

English (LSJ)

(-πρῖστις cod.), ιδος, ἡ, (πρήθω) a venomous insect, whose sting makes dogs swell up and die, Hsch.; cf. βούπρηστις.

Greek (Liddell-Scott)

κῠνόπρηστις: -ιδος, ἡ, (πρήθω) ἰοβόλον τι ἔντομον οὗ τὸ δῆγμα οἰδαίνει καὶ φονεύει τοὺς κύνας, Ἡσύχ.· πρβλ. βούπρηστις.

Greek Monolingual

κυνόπρηστις ή κυνόπριστις, -ιδος, ἡ (Α)
δηλητηριώδες σκαθάρι του οποίου το δάγκωμα είναι θανατηφόρο για τα σκυλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + -πρηστις (< θ. πρη- του πίμπρημι πρβλ. αόρ. πρή-σαι), πρβλ. ναύ-πρηστις].