κύπριος

From LSJ
Revision as of 02:45, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κύπριος Medium diacritics: κύπριος Low diacritics: κύπριος Capitals: ΚΥΠΡΙΟΣ
Transliteration A: kýprios Transliteration B: kyprios Transliteration C: kyprios Beta Code: ku/prios

English (LSJ)

α, ον, of copper, γραφεῖον PMag.Par.1.1847.

Spanish

de cobre

Greek Monolingual

(I)
-α, -ο (AM Κύπριος, -ία, -ον) Κύπρος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Κύπρο ή προέρχεται από αυτήν, κυπριακός, κυπραίικοςΚύπριος χαρακτὴρ τ' ἐν γυναικείοις τύποις εἰκώς», Αισχύλ.)
2. (το αρσ. και το θηλ. ως κύριο όν.) ο Κύπριος, η Κύπρια ή Κυπρία
ο κάτοικος της Κύπρου ή αυτός που κατάγεται από την Κύπρο
αρχ.
1. (το θηλ. ως κύριο όν.) η Κύπρις, η Αφροδίτη («φίλια δῶρα Κυπρίας», Πίνδ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) τὰ Κύπρια
(ενν. ἔπη) επικό ποίημα, εισαγωγικό στην Ιλιάδα, το οποίο αποδίδεται στον Στασίνο τον Κύπριο ή στον Ηγησία τον Σαλαμίνιο και το οποίο αρχίζει από τον γάμο του Πηλέως με τη Θέτιδα («ὁ τὰ Κύπρια ποιήσας καὶ τὴν μικράν Ἰλιάδα», Αριστοτ.)
3. φρ. α) «Κύπριος λίθος» — είδος σμαραγδιού που βρέθηκε στην Κύπρο
β) «Κύπριος βοῦς» — λεγόταν για αδηφάγο άνθρωπο.
(II)
κύπριος, -ία, -ον (Μ) κύπρον
χάλκινος.