κτεανισμός
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
English (LSJ)
ὁ, getting wealth, Man.4.41 (pl.). (Fort. κτεατ-.)
German (Pape)
[Seite 1517] ὁ, Besitz, Man. 4, 41; man vermuthet κτεατισμός.
Greek Monolingual
κτεανισμός ή κτεατισμός, ὁ (Α)
απόκτηση πλούτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για άλλη γρφ. του τ. κτεατισμός, η οποία οφείλεται σε επίδραση της λ. κτέανον.