ληκητής
From LSJ
Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick
English (LSJ)
οῦ, ὁ, (ληκέω) bawler, ἀγοραίων λ. ἐπέων Timo 42.
Greek (Liddell-Scott)
ληκητής: -οῦ, ὁ, κεκράκτης, ὁ κραυγάζων, «φωνακλᾶς», ληκ. ἐπέων, πιθαν. γραφὴ ἀντὶ κηλητής, Τίμων παρὰ Διογ. Λ. 8. 67.
Greek Monolingual
ληκητής, ὁ (Α) ληκάω
αυτός που κραυγάζει, φωνακλάς («ἀγοραίων ληκητὴς ἐπέων», Τίμ.).
Russian (Dvoretsky)
ληκητής: οῦ ὁ горлан, крикун (Timon ap. Diog. L. - v.l. к κηλητής).