Μηδέν ποτε κοινοῦ τῇ γυναικὶ χρήσιμον → Utile communicato mulieri nihil → Nie teile etwas Wertvolles mit deiner Frau
Full diacritics: νεωριοφύλαξ | Medium diacritics: νεωριοφύλαξ | Low diacritics: νεωριοφύλαξ | Capitals: ΝΕΩΡΙΟΦΥΛΑΞ |
Transliteration A: neōriophýlax | Transliteration B: neōriophylax | Transliteration C: neoriofylaks | Beta Code: newriofu/lac |
[ῠ], ᾰκος, ὁ, gloss on νεωρός, Hsch.
νεωριοφύλαξ: -ᾰκος, ὁ, ὁ φυλάττων νεώριον, Ἡσύχ.
νεωριοφύλαξ, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) νεωρός, φύλακας νεωρίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεώριον + φύλαξ.