ἐγγυητής

From LSJ
Revision as of 05:40, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

οὐ παντός πλεῖν ἐς Κόρινθον → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγγυητής Medium diacritics: ἐγγυητής Low diacritics: εγγυητής Capitals: ΕΓΓΥΗΤΗΣ
Transliteration A: engyētḗs Transliteration B: engyētēs Transliteration C: eggyitis Beta Code: e)gguhth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, one who gives security, surety, guarantor, ἐγγυητὴν καθιστάναι Hdt.1.196, Antipho 5.17, Lys.23.12, IG22.1172.22, etc.; ἄξιος ἐ. τινος Thphr.Char. 18.6; παρέχειν Pl.Lg.871e; λαμβάνειν τινὰ ἐ. D.33.7; διδόναι Plb. 12.16.3, etc.; ἐπ' ἐγγυητῶν ἐκμισθοῦν under securities, X.Vect.3.14; ἐ. τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεως for the money, Pl.Ap.38c; οἱ ἐ. τῆς τραπέζης those who had given security for the bank (and were liable in case of its failure), D.33.10; ὁ νόμος ἐ. ἀλλήλοις τῶν δικαίων Arist.Pol. 1280b11; τὸ νόμισμα οἷον ἐ. ὑπὲρ τῆς ἀλλαγῆς Id.EN1133b12; εἰ μή τις θεῶν ἐστιν ἐ., ὡς . . D.H.11.41.

German (Pape)

[Seite 702] ὁ, der sich verbürgt, Bürge; Antiph. 5, 17; Lys. 13, 24 u. sonst; ἐγγυητὰς καθιστάναι, Bürgen stellen, Antiph. 1, 2; Xen. Hell. 1, 7, 35; Dem. 24, 39; παρέχειν, Plat. Legg. IX, 871 e; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγγυητής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐγγυώμενος, ἐγγυητὴν καθιστάναι Ἡρόδ. 1. 196, Ἀντιφῶν 131. 23, Λυσ. 132. 5, Συλλογ. Ἐπιγρ. 82, κ. ἀλλ.· παρέχειν Πλάτ. Νόμ. 871Ε· λαμβάνειν Δημ. 894. 17· εἰσφέρειν Συλλ. Ἐπιγρ. 2737b· διδόναι Πολύβ. 12. 16, 3, κτλ.· ἐκμισθοῦν ἐπ’ ἐγγυητῶν, μὲ ἐγγυητάς, Ξεν. Πόροι 3. 14· ἐγγυητὴς τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεως Πλάτ. Ἀπολ. 38Β· οἱ ἐγγ. τῆς τραπέζης, οἱ δόντες ἐγγύησιν διὰ τὴν τράπεζαν (καὶ ἑπομένως ὑπεύθυνοι ἐὰν πτωχεύσῃ), Δημ. 895. 18· ὁ νόμος... ἐγγ. ἀλλήλοις τῶν δικαίων Ἀριστ. Πολ. 3. 9, 8· τὸ νόμισμα οἷον ἐγγ. ὑπὲρ τῆς ἀλλαγῆς ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 5. 5, 14.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
garant, caution, répondant.
Étymologie: ἐγγυάω.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
1 jur. garante legal, fiador, habitualmente en la fórmula ἐγγυητὰς καθιστάναι presentar garantes
a) en diversos tipos de contrato: en la compra de una mujer, Hdt.1.196, γλίσχρως ἐγγυητὰς ... καθιστάντες τῶν ... ὑποζυγίων X.HG 7.2.17, ὁλκάδας δημοσίας ... ἐκμισθοῦν ἐπ' ἐγγυητῶν X.Vect.3.14, en una manumisión, τρεῖς ἀξιοχρέως καταστήσας Pl.Lg.914e, cf. Thphr.Char.18.6, tard. equiv. al lat. fideiussor εἴ τις τοίνυν δανείσειεν, καὶ ἐγγυητὴν ... προσλάβοι Iust.Nou.4.1, cf. 99 praef.;
b) de un servicio o un cargo público: de un νομοφύλαξ POxy.3344.14 (III d.C.), de una custodia o escolta εἰς τὸ ἐνεκεν (l. ἐνεγκεῖν) ἐ. POxy.3576.16, cf. 3127.14 (ambos IV d.C.);
c) requerido en derecho procesal para evitar la prisión preventiva ἐγγυητὰς τρεῖς καθιστάναι κατὰ τὸν νόμον Antiph.5.17, ἐγγυητὰς καταστῆσαι, ἕως ἂν κριθῶσιν X.HG 1.7.35, τρεῖς ἐγγυητὰς ἀξιόχρεως παρέξειν ἐγγυωμένους εἰς δίκην presentar tres garantes fiables que avalen su presencia en juicio Pl.Lg.871e, cf. Lys.23.12, Is.5.1, presentados por un deudor del Estado ἐγγυητὰς καταστῆσαι τοῦ ὀφλήματος ... οὓς ἂν ὁ δῆμος χειροτονήσῃ Ley en D.24.39, καταστήσας ἐγγυητὰς τοῦ σώματος Philostr.VA 4.44
como privilegio μὴ καθιστάνειν ἐγγυητάς PAgon.1.4 (III d.C.);
d) cóm. c. doble sent., ref. a los testículos ἐγγυητάς σοι καταστήσω δύο ἀξιόχρεως Ar.Ec.1064.
2 gener. garante, protector, que es salvaguarda ὑπὲρ δὲ τῆς μελλούσης ἀλλαγῆς ... τὸ νόμισμα οἷον ἐ. ἐσθ' ἡμῖν Arist.EN 1133b12, εἰ μή τις ἄρα θεῶν ἐστιν ἐ., ὡς ... οὐκ ... τὰ ὅμοια δεινὰ ἥξει D.H.11.41, cf. 2.15, 9.29, ὁ νόμος ... ἐ. ἀλλήλοις τῶν δικαίων Lyc.3, τῆς ὁμονοίας I.BI 1.460
crist. de Dios πιστευέτω ... ἐγγυητῇ θεῷ Clem.Al.QDS 42.17, de San Pablo ἐ. τῆς ἀναστάσεως Ath.Al.Inc.21.10
tb. equiv. a garantía, salvaguarda una mujer tomada como rehén ἔχω γὰρ ἐγγυητήν Plu.2.195f, οὐ γὰρ ἀσφαλὴς τῶν μελλόντων ἐ. ἡ συνήθεια Gr.Nyss.Hom.in Cant.66.1.

Greek Monolingual

ο (θηλ. εγγυήτρια) (AM ἐγγυητής) εγγυώ
αυτός που δίνει εγγυήσεις
μσν.
όμηρος.

Greek Monotonic

ἐγγυητής: -οῦ, ὁ (ἐγγυάω), αυτός που δίνει εγγύηση, εξασφάλιση, διαβεβαίωση, σε Ηρόδ., Αττ.

Russian (Dvoretsky)

ἐγγυητής: οῦ ὁ ручающийся, поручитель Her., Lys., Plat., Arst., Dem., Polyb.: ἐπ᾽ ἐγγυητῶν Xen. по получении гарантий; ἐ. τινος Plat. и ὑπέρ τινος Arst. поручитель за кого(что)-л.

Middle Liddell

ἐγγυητής, οῦ, ἐγγυάω
one who gives security, a surety, Hdt., attic

English (Woodhouse)

a person acting as surety, one who gives security for another, one who goes bail, one who guarantees

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)