ἐκκαθεύδω
From LSJ
Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust
English (LSJ)
sleep out of one's quarters, X.HG2.4.24.
German (Pape)
[Seite 761] (s. εὕδω), draußen schlafen, d. i. Nachtwache halten, ἐξεκάθευδον Xen. Hell. 2, 4, 24.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκαθεύδω: μέλλ. -ευδήσω, κοιμῶμαι ἔξω τῆς συνήθους διαμονῆς μου, ἔξω τῆς κατοικίας μου, ἐξεκάθευδον δὲ καὶ οἱ ἱππεῖς ἐν τῷ ᾨδείῳ Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 24.
French (Bailly abrégé)
impf. ἐξεκάθευδον;
passer la nuit à veiller.
Étymologie: ἐκ, καθεύδω.
Spanish (DGE)
dormir fuera, a la intemperie ἐξεκάθευδον δὲ καὶ οἱ ἱππεῖς ἐν τῷ ᾨδείῳ X.HG 2.4.24.
Greek Monolingual
ἐκκαθεύδω (Α)
κοιμάμαι έξω από το σπίτι μου ή τη συνηθισμένη μου διαμονή.
Greek Monotonic
ἐκκαθεύδω: μέλ. -ευδήσω, κοιμάμαι έξω απ' το συνηθισμένο μου κατάλυμα, σε Ξεν.