ἐνυπτιάζω
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
English (LSJ)
throw back upon, ἑαυτὸν τῇ γῇ Philostr.Im.2.16; ἐ. τῇ σεμνότητι glorying in his pomposity, Id.VS1.10.
German (Pape)
[Seite 860] darauf zurücklehnen, ἑαυτὸν τῇ γῇ, sich auf die Erde rücklings hinlegen, Philostr. Imagg. 2, 16.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνυπτιάζω: ὑπτιάζω, ἑαυτὸν τῇ γῇ Φιλόστρ. 834.
Spanish (DGE)
1 apoyar la espalda en, recostar c. dat. de lugar γέγραπται ... ἐν εἴδει δαίμονος ἐνυπτιάζων ἑαυτὸν τῇ γῇ está pintado como si fuera una divinidad recostándose sobre la tierra Philostr.Im.2.16.
2 fig., c. dat. abstr. erguirse sobre, engreírse, ensoberbecerse τὸν Πρωταγόραν ... ἐνυπτιάζοντα δὲ τῇ σεμνότητι Philostr.VS 494.
Greek Monolingual
ἐνυπτιάζω (Α)
1. πλαγιάζω ανάσκελα κάτι ή κάποιον σε κάτι («ἐνυπτιάζων ἑαυτὸν τῆ γῆ», Φιλόστρ.)
2. υπερηφανεύομαι, επαίρομαι για κάτι.