ἐπέπιθμεν
From LSJ
Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck
English (LSJ)
v. πείθω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπέπιθμεν: Ἐπικ. συγκεκομμένον ἀντὶ τοῦ ἐπεποίθαμεν, ἐπεποίθει, ἴδε πείθω.
English (Autenrieth)
see πείθω.
Greek Monotonic
ἐπέπιθμεν: Επικ. αντί ἐπεποίθαμεν, πληθ. παρακ. του πείθω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπέπιθμεν: эп. 1 л. pl. ppf. к ἐπιπείθω (см. ἐπιπείθομαι).