ἀθάρη
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
(not ἀθάρα, Moer.184, cf Hdn.Gr.1.340), ἡ, gruel or porridge, Ar.Pl.673, Pherecr.108.3, Crates9, Nicoph.15, Anaxandr.41.42. [ᾰθᾰρη ll.cc.: cf. ἀθήρα.]
German (Pape)
[Seite 45] ἡ, Weizenmehlbrei, Ar. Plut. 683 und a. com., neben ἔτνος Crates B. A. 3521 nach B. A. 10 πυρῶν ἡψημένων καὶ διακεχυμένων; äolisch ἀθήρη. Nach Plin. H. N. 22, 25 ägyptisch.
Greek (Liddell-Scott)
ἀθάρη: (οὐχὶ ἀθάρα, Piers. Μοῖρ. 184), ἡ, χονδροαλεσμένος σῖτος, ζωμὸς (πηκτὸς) ἐξ αὐτοῦ. Ἑλλάνικ. 179, Ἀριστοφ. Πλ. 673. Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσι», 1. 3. Κράτης ἐν «Ἥρωσιν», 2. Νικοφῶν ἐν «Χειρογάστορσιν» 2, Ἀναξανδρ. ἐν «Πρωτεσιλάῳ», 1. 42. (Αἰγυπτιακὴ λέξις κατὰ Πλίνιον 22, 25: ― ἀλλ’ ἴδε ἐν λέξει ἄνθος).
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
att. p. ἀθάρα.
Greek Monotonic
ἀθάρη: [θᾰ], ἡ, λέγεται για πληγούρι ή άλευρο, χυλός από αλεύρι βρώμης, χονδραλεσμένος σίτος και πηκτός ζωμός από αυτόν, σε Αριστοφ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ἀθάρη: ἡ егип. каша из хлебных зерен Arph.
Middle Liddell
groats or meal, porridge, Ar., etc.
Frisk Etymology German
ἀθάρη: (alte Kom.), auch ἀθήρη, -α f. (Hellanik., Sophr. usw.; von ἀθήρ beeinflußt?)
{athắrē}
Grammar: f.
Meaning: Weizenbrei, Speltgraupen.
Derivative: Davon ἀθαρώδης (Ruf. Med.) und ἀθήρωμα Art Geschwulst (Gal.).
Etymology: Unerklärt; nach Plin. N. H. 22, 121 ägyptisch. Anschluß an ἀθήρ scheint weder lautlich noch begrifflich möglich zu sein.
Page 1,27