πένταθλον
From LSJ
Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier
English (LSJ)
Lyr. and Ion. πεντάεθλον, τό,
A contest of the five exercises (viz. ἅλμα, ποδωκείην, δίσκον, ἄκοντα, πάλην, Simon.153), Pi.O.13.30, N.7.8, B.8.104, etc. ; πεντάεθλον ἐπασκέειν or ἀσκέειν Hdt.6.92, 9.33 ; πένταθλ' ἃ νομίζεται is corrupt in S.El.691 ; cf. πέμπαθλον.