ἀναπόγραφος

From LSJ
Revision as of 10:12, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid

Menander, Monostichoi, 304-305
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναπόγρᾰφος Medium diacritics: ἀναπόγραφος Low diacritics: αναπόγραφος Capitals: ΑΝΑΠΟΓΡΑΦΟΣ
Transliteration A: anapógraphos Transliteration B: anapographos Transliteration C: anapografos Beta Code: a)napo/grafos

English (LSJ)

ον, not registered in the custom-house books, contraband, Poll.9.31; ἀ. μέταλλα unregistered mines, Hyp.Eux.34; not registered in the census, PLond.2.260.29 (i A. D.); πρόβατα ἀ. BGU338ii6 (ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 203] nicht eingeschrieben, τὰ ἀναπόγραφα, in das Zollregister nicht eingeschriebene, unverzollte Waaren, Poll. 9, 31.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναπόγρᾰφος: -ον, ὁ μὴ ἀπογεγραμμένος ἐν τοῖς βιβλίοις τοῦ τελωνείου, «τὸ δὲ μὴ ἀπογραφὲν ἀναπόγραφον» λαθρεμπόρευμα Πολυδ. Θϳ. 31, πρβλ. Βοίκχιον Π. Οἰ. Ἀθ. 2. 55· ἀναπόγρ. μέταλλα, μεταλλεῖα μὴ ἐγγεγραμμένα εἰς τὸν κατάλογον, Ὑπερείδ. ὑπὲρ Εὐξενίππ. 43· ἴδε ἐν λ. ἄγραφος.

Spanish (DGE)

-ον
sin registrar μέταλλα Hyp.Eux.34, πρόβατα BGU 388 II 6 (II d.C.), cf. SB 8008.7 (III a.C.), PLond.2.260.29 (I d.C.), PBremen 32.27 (II d.C.), Poll.9.31.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀναπόγραφος, -ον) ἀπογράφω
αυτός που δεν είναι γραμμένος σε καταλόγους, αυτός για τον οποίο δεν έγινε απογραφή
νεοελλ.
(για εμπορεύματα) αυτός που δεν έχει γραφεί στο δασμολόγιο.