ἀντιπλήξ
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
English (LSJ)
ῆγος, ὁ, ἡ, beaten by the waves, ἀκταί S.Ant.592 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 258] ῆγος (πλήσσω), entgegenschlagend, wohl nur Soph. Ant. 588 ἀντιπλῆγες ἀκταί, von Wogen gepeitschte Ufer.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιπλήξ: ῆγος, ὁ, ἡ, ἀντιπλῆγες ἀκταί, αἱ πλησσόμεναι κατὰ μετωπον ὑπὸ τῶν κυμάτων, οὐχὶ πλαγίως ὡς τὸ παραπλῆγες, ἴδε τὴν λέξ. κυματοπλήξ· ― ἀκταὶ Σοφ. Ἀντ. 592.
French (Bailly abrégé)
ῆγος (ὁ, ἡ)
battu des flots.
Étymologie: ἀντί, πλήσσω.
Spanish (DGE)
-ῆγος golpeado por las olas ἀκταί S.Ant.592.
Greek Monolingual
ἀντιπλήξ (-ῆγος), ο, η (Α) αντιπλήσσω
αυτός που πλήττεται από τα κύματα.
Greek Monotonic
ἀντιπλήξ: -ῆγος, ὁ, ἡ, δαρμένος από τα κύματα κατά μέτωπον, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιπλήξ: ῆγος adj. ударяемый морским прибоем, о который плещутся волны (ἀκταί Soph.).
Middle Liddell
beaten by the opposing waves, Soph.