ἀπαραπόδιστος
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
English (LSJ)
ον, free from embarrassment or interference, Arr.Epict.1.1.10, al., BGU 1124.44 (i B. C.); ὁρμή Hld.3.13; clear, διάνοια Hices. ap. Ath.15.689c. Adv. -τως Arr.Epict.2.13.21, S.E.M.1.178, PLond.3.1168.12 (i A. D.), Gal.4.725.
German (Pape)
[Seite 279] ungehindert, τὴν διάνοιαν ἀπ. φυλάσσει Hiees. Ath. XV, 680 c; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαραπόδιστος: -ον, ἀνεμπόδιστος, καθαρός, διαυγής, διάνοια Ἱκέσ. παρ’ Ἀθην. 689C· ὁρμὴ Ἡλιόδ. 3. 13. ― Ἐπίρρ. -τως Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 13, 21, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 178.
Spanish (DGE)
-ον
I 1que no tiene impedimento, sin impedimento, sin tropiezo εὐστάθεια LXX 3Ma.6.28, cf. BGU 1124.24 (I a.C.)
•desembarazado, libre de estorbos σωμάτιον Arr.Epict.1.1.10, ὁρμή Hld.3.13.2, cf. S.E.M.1.147
•compar. como adv. ἀπαραποδιστότερον ἂν γένοιτο resultaría más fácil Ptol.Iudic.7.14.
2 despejado, despierto διάνοια Hices. en Ath.689c.
II adv. -ως desembarazadamente, sin interferencias, sin trabas, PLond.3.1168.12 (I d.C.), IFayoum 114.29 (I a.C.), PMich.583.20, Arr.Epict.2.13.2, S.E.M.1.178, Gal.4.725.
Greek Monolingual
ἀπαραπόδιστος, -ον (Α) παραποδίζω
1. απαλλαγμένος από εμπόδιο ή δυσκολία, ανεμπόδιστος
2. διαυγής, καθαρός.
Russian (Dvoretsky)
ἀπαραπόδιστος: беспрепятственный, не стесненный Sext.