ἀστοργία
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
ἡ, want of natural affection, Antipho Fr.73, Men.522, D.H.3.18.
German (Pape)
[Seite 376] ἡ, Lieblosigkeit, Men. Stob. 16, 10; Dion. Hal.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστοργία: ἦ, ἔλλειψις φυσικῆς στοργῆς, Μένανδ. ἐν «Ψευδηρακλεῖ» 5, Διον. Ἁλ. 3. 18.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
falta de afecto, insensibilidad ἀστοργίαν ... καὶ σκληρότητα ... ἐμφανίζοντες Heraclid.Pont.163.25, ἀστοργίαν ἔχει τιν' ὁ σκληρὸς βίος Men.Fr.455, cf. Antipho Fr.73, D.H.3.18.
Greek Monolingual
η (AM ἀστοργία) άστοργος
η έλλειψη στοργής.
Russian (Dvoretsky)
ἀστοργία: ἡ отсутствие привязанностей, черствость Men.