ἐψιμυθισμένως
From LSJ
ὅταν δὲ τἄμ' ἀθυμήσαντ' ἴδῃς, σύ μου τὸ δεινὸν καὶ διαφθαρὲν φρενῶν ἴσχναινε παραμυθοῦ θ' → whenever you see me despondent over my situation, do what you can to lessen and relieve what is wild and senseless in my thinking | whenever you see me despondent, you must cure the grim derangement of my mind and encourage me
English (LSJ)
Adv. pf. part. Pass., (ψιμυθίζω) with paint, with makeup or with cosmetics, Sch.Ar.Pl.1064.
Greek (Liddell-Scott)
ἐψιμῠθισμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. Παθ. πρκμ. τοῦ ψιμυθίζω, μετὰ ψιμυθίου «κομμωτικῶς καὶ ἐψιμυθισμένως ἔχει, καὶ οὐ τὴν κατὰ φύσιν χροιάν, ἀλλὰ νόθον καὶ ξένην» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 1064, πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ: καπηλικῶς ἔχει.
Greek Monolingual
ἐψιμυθισμένως (Α)
επίρρ. με ψιμύθιο, φκιασιδωμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εψιμυθισμένος, μτχ. παθ. παρακμ. του ρ. ψιμυθίζομαι].