ὀκορνός
From LSJ
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
English (LSJ)
ὁ, = ἀττέλεβος or πάρνοψ, Hsch., Phot., cf. A.Fr.256.
Greek (Liddell-Scott)
ὀκορνός: ὁ, = ἀττέλεβος ἢ πάρνοψ, Ἡσύχ., Φώτ., πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 250.
Greek Monolingual
ὀκορνός, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἀττέλεβος ή πάρνοψ».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. άκορνα].
Russian (Dvoretsky)
ὀκορνός: ὁ саранча Aesch.
Frisk Etymological English
See also: s. ἀκορνός