Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
Full diacritics: ὁδευτής | Medium diacritics: ὁδευτής | Low diacritics: οδευτής | Capitals: ΟΔΕΥΤΗΣ |
Transliteration A: hodeutḗs | Transliteration B: hodeutēs | Transliteration C: odeftis | Beta Code: o(deuth/s |
οῦ, ὁ, wayfarer, Gloss.
[Seite 292] ὁ, der Wanderer (?).
ὁδευτής: -οῦ, ὁδοιπόρος, «ταξειδιώτης», Γλωσσ.
ὁδευτής, ὁ (Μ) οδεύω
οδοιπόρος, ταξιδιώτης.