ὁρκίλλομαι
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
English (LSJ)
swear vain oaths, Phot., dub. in Hsch.
Greek Monolingual
ὁρκίλλομαι (Α)
δίνω μάταιους, κενούς όρκους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πολλοί έχουν προτείνει τη διόρθωση του τ. σε ὁρκίδδομαι. Κατ' άλλους, όμως, το ρ. έχει παραχθεί από αμάρτυρο ὁρκιλ(λ)ος- (πρβλ. οπτίλλος) < ὅρκος, υποκορ. με μειωτική σημ.].