ἐπαίνεσις
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
English (LSJ)
εως, ἡ, praise, E.Tr.418 (pl.).
German (Pape)
[Seite 895] ἡ, das Loben, plur., Eur. Tr. 418, im Ggstz von ὄνειδος.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαίνεσις: -εως, ἡ, ἔπαινος, Εὐρ. Τρῳ. 418, ἐν τῷ πληθ.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de louer, louange.
Étymologie: ἐπαινέω.
Greek Monolingual
ἐπαίνεσις, η (AM) (Μ και ἐπαίνεση και παίνεση) επαινώ
1. η ενέργεια του επαινώ, ο έπαινος
2. η επιδοκιμασία.
Greek Monotonic
ἐπαίνεσις: -εως, ἡ, έπαινος, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπαίνεσις: εως ἡ восхваление, хвала Eur.
Middle Liddell
ἐπαίνεσις, εως
praise, Eur. [from ἐπαινέω