φωνάεις
From LSJ
Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit
English (LSJ)
v. φωνήεις.
German (Pape)
[Seite 1321] dor. = φωνήεις, aber auch in sp. Prosa, wie bei Plut. u. Ath. vorkommend, s. Lob. Phryn. 639.
Greek (Liddell-Scott)
φωνάεις: ἴδε ἐν λ. φωνήεις.
English (Slater)
φωνᾱεις having a voice, that speaks πολλά μοι βέλη ἔνδον ἐντὶ φαρέτρας φωνάεντα συνετοῖσιν (O. 2.85) τὸ μὲν Ἀρχιλόχου μέλος φωνᾶεν Ὀλυμπίᾳ (O. 9.2) τοῦτο γὰρ ἀθάνατον φωνᾶεν ἕρπει, εἴ τις εὖ εἴπῃ τι speaking with immortal voice (I. 4.40)
Greek Monolingual
-εσσα, -εν, Α
(αιολ. και δωρ. τ.) βλ. φωνήεις.
Greek Monotonic
φωνάεις: Δωρ. αντί φωνήεις.
Russian (Dvoretsky)
φωνάεις: άεσσα, ᾶεν дор. = φωνήεις.