ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
ῆς (ἡ) :s.e. τέχνη;l'art de bâtir.Étymologie: οἰκοδομέω.
οἰκοδομητική: ἡ (sc. τέχνη) строительное искусство Luc.