ἐπίφαντος
ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.
English (LSJ)
ον, in the light, alive, S.Ant.841 (lyr.); visible, manifest, Διοσκούρων ἐ. prob. in Poet. ap. Stob.1.1.31a.
German (Pape)
[Seite 999] sichtbar, noch am Leben, Ggstz οὐκ ὀλομένα, Soph. Ant. 834, Schol. ὁρωμένη καὶ ζῶσα.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίφαντος: -ον, (ἐπιφαίνομαι) ὁ ἐν φάει ὤν, ὁ ἐν τῷ φωτί, ὁ ζῶν, Σοφ. Ἀντ. 841, πρβλ. Valck Εὐρ. Φοιν. 1349.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
que l'on voit sur la terre, càd encore vivant.
Étymologie: ἐπιφαίνω.
Greek Monolingual
ἐπίφαντος, -ον (A) επιφαίνω
1. φανερός, ορατός («οὐχ οἰχομέναν ὑβρίζεις, άλλ’ ἐπίφαντον», Σοφ.)
2. έκδηλος, κατάδηλος.
Greek Monotonic
ἐπίφαντος: -ον (ἐπιφαίνομαι), αυτός που βρίσκεται στο φως, ζωντανός, ζωηρός, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίφαντος: видимый, зримый, т. е. живой (οὐκ ὀλομένη - v.l. οἰχομένα - ἀλλ᾽ ἐ. Soph.).