μὴ δὶς πρὸς τὸν αὐτὸν λίθον πταίειν → do not stumble twice on the same stone
[b]v. trans.[/b]
P. and V. καθαιρεῖν, καταβάλλειν, συστέλλειν, κολούειν, P. ταπεινοῦν, Ar. and V. ἰσχναίνειν, V. καταρρέπειν, κλίνειν.
Be abased: use also P. and V. κάμπτεσθαι (Plat.).