ἀναδέρω

From LSJ
Revision as of 07:09, 18 September 2022 by Spiros (talk | contribs)

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναδέρω Medium diacritics: ἀναδέρω Low diacritics: αναδέρω Capitals: ΑΝΑΔΕΡΩ
Transliteration A: anadérō Transliteration B: anaderō Transliteration C: anadero Beta Code: a)nade/rw

English (LSJ)

poet. ἀνδέρω, A strip a scab off, ψήκτρᾳ Hippiatr.68; expose, lay bare, in dissection, Gal.2.719; strip off, τὸν φλοιόν Gp.10.18.10; ἀνδέροντι πόδας strip skin off the feet, Pi.Fr.203:—Pass., ἀναδαρέντα μέρεα Aret.CD2.13; ἀναδέρεται ἡ ἕλκωσις Anty ll. ap. Aët.9.40. 2 metaph., lay bare, expose, ἀνά <τε> δέρετον τά τε παλαιὰ καὶ τὰ καινά Ar.Ra.1106 (al. ἀναδέρεσθον), cf. Luc.Pseudol.20:—Med., ἠρώτα δ' ὑπὲρ αὐτῶν οὐδέν, ὡς μὴ ἀναδέροιτο Philostr.VS1.25.3.

German (Pape)

[Seite 186] abschinden, eigentlich die über eine Wunde gewachsene Haut wieder abziehen, wieder auffrischen, bes. von unangenehmen Empfindungen; med., Ar. Run. 1104, wo der Schol. ἀνακαλύπτειν erkl.; übh. enthüllen, Luc. Pseudol. 20.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναδέρω: ποιητ. ἀνδ-, ἀφαιρῶ τὴν σχηματισθεῖσαν ἐπὶ οὐλῆς τινος ἐπιδερμίδα, ἀναξέω, ἀν. τὸ δέρμα Ἱππ. 189. 25· γένυσιν ἀνδέροισιν πόδας ἠδὲ κεφαλάς, ἐκδέρουσι διὰ τῶν γνάθων τοὺς πόδας καὶ τὰς κεφαλάς, Πινδ. Ἀποσπ. 217. 2) μεταφ., ἀπογυμνῶ τι, ἐκθέτω τι, ἀλλὰ καὶ ἀναδέρειν αὐτὰ αἰσχρὸν Λουκ. Ψευδ. 20· οὕτως ἐν τῷ μέσ., ἠρώτα δ’ ὑπὲρ αὐτῶν οὐδέν, ὡς μὴ ἀναδέροιτο Φιλόστρ. 534· ἐν Ἀριστοφ. Βάτρ. 1106, ἔνθα τὸ ἀναδέρετον τά τε παλαιὰ καὶ τὰ καινά, εἶναι ἐναντίον τοῦ μέτρου, ὁ Βρούγκ, διώρθωσεν ἀναδέρεσθον, = ἀκακαλύπτεπτε, εἰς τὸ μέσον προφέρετε, ὡς ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει. - Ὁ Bgk προτείνει ἀνὰ δ’ ἔρεσθον, ἐρωτήσατε, ἐξετάσατε. - Ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει: «ἀναδέρειν, γυμνοῦν.»

French (Bailly abrégé)

ao. ἀνέδειρα;
1 écorcher;
2 fig. mettre à nu, découvrir.
Étymologie: ἀνά, δέρω.

Spanish (DGE)

• Morfología: [dór. ind. pres. plu. ἀνδέροντι Pi.Fr.203.4]
1 desollar, desgarrar πόδας ἠδὲ κεφαλάν Pi.l.c., τὸ δέρμα ψήκτρᾳ Hippiatr.69.14, cf. Plu.2.567b
arrancar τὸν φλοιόν Gp.10.18.10
medic. abs. abrir en la disección, Gal.2.719
tb. en v. pas., Aret.CD 2.13.9
v. med. abrirse ἡ ἐπιφάνεια (τῆς φλεγμονῆς) Orib.Ec.97.11.
2 fig. revelar, sacar a la luz, descubrir ἀνὰ <δὲ> δέρετον τά τε παλαιὰ καὶ τὰ καινά despojad las obras de antiguos y modernos Ar.Ra.1106 (ap. crít.), ἀναδέρειν αὐτὰ αἰσχρόν descubrir estas cosas es vergonzoso Luc.Pseudol.20
en v. med. ἠρώτα δὲ ὑπὲρ αὐτῶν οὐδὲν, ὡς μὴ ἀναδέροιτο no preguntó nada sobre el asunto para no sacarlo a la luz Philostr.VS 534.

Russian (Dvoretsky)

ἀναδέρω: поэт. тж. ἀνδέρω
1) сдирать кожу, обдирать (πόδας Pind.);
2) тж. med., ирон. выворачивать наружу, рассказывать до конца, выкладывать (τι Arph., Luc.).

Greek Monolingual

ἀναδέρω (Α)
1. γδέρνω, ξύνω, ξεφλουδίζω το δέρμα
2. απογυμνώνω, ξεσκεπάζω, εκθέτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + δέρω.

Greek Monotonic

ἀναδέρω: ποιητ. ἀνδ-, μέλ. -δερῶ, αόρ. αʹ -έδειρα· γδέρνω το δέρμα, μεταφ. απογυμνώνω, εκθέτω, τι, σε Λουκ.· ομοίως στη Μέσ. ἀναδέρεσθαι, σε Αριστοφ.

English (Slater)

ἀνδέρω tear the flesh from κρυφᾷ δὲ σκολιαῖς γένυσσιν ἀνδέροντι πόδας ἠδὲ κεφαλάν (Schr.: ἀναδέροντι, ἀνδέρουσι codd.: sc. Σκύθαι ἵππον νέκρον) fr. 203. 3.

Middle Liddell


to strip the skin off: metaph. to lay bare, τι Luc.:—so in Mid., ἀναδέρεσθον Ar.