ἀκρατής
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
English (LSJ)
ές, (κράτος) A powerless, impotent, γῆρας S.OC1236; παιδία Hp.Aër.10; of paralysed limbs, IG4.951.22 (Epid.), Aret.SD1.7. 2 in Law, invalid, πρῆσις GDI5653 (Chios), cf. IG12(8).267.12 (Thasos). II c. gen. rei, not having power or command over a thing, γλώσσης A.Pr.884; φωνῆς, παντὸς τοῦ σώματος, ἑωυτοῦ, Hp.Morb.1.3, Art.48, Morb.2.6; ὀργῆς Th.3.84; θυμοῦ Pl.Lg.869a; ἀ. τῶν χειρῶν, of persons with their hands tied, D.H.1.38; intemperate in the use of a thing, ἀφροδισίων, οἴνου, X.Mem.1.2.2, Oec.12.11; ἀ. κέρδους, τιμῆς intemperate in pursuit of them, Arist.EN1147b33; with Preps., ἀ. πρὸς τὸν οἶνον Id.HA594a10; περὶ τὰ πόματα Id.PA691a3: c. inf., ἀ. εἴργεσθαί τινος unable to refrain from... Pl.Sph.252c. Adv. ἀκρατῶς, Ion. ἀκρατέως, διακεῖσθαι Hp.Acut.(Sp.)55. 2 abs. in moral sense, without command over oneself or one's passions, incontinent, Arist.EN1145b11; ἀ. στόμα Ar.Ra.838; νηδύς Aristias 3. Adv. ἀκρατῶς, ἔχειν πρός τι Pl. Lg.710a. 3 of things, uncontrolled, immoderate, δαπάνη AP 9.367 (Luc.); οὖρον . . ἀκρατές incontinence of urine, Aret.SA1.6; cf. ἀκρᾰτί.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκρᾰτής: -ές, (κράτος) = ἀνίσχυρος, ἀδύνατος, γῆρας, Σοφ. Ο. Κ. 1236· παιδία, Ἱππ. Ἀφ. 1217· ἐπὶ παραλελυμένων μελῶν, Ἀρεταῖος Αἴτ. Χρον. Παθ. 1. 7. ΙΙ. μ. γεν. πράγματος, ὁ μὴ ἔχων δύναμιν ἢ ἐξουσίαν ἐπί τινος πράγματος, Λατ. impotens, γλώσσης, Αἰσχύλ. Πρ. 884· φωνῆς, Ἱππ. 447. 24· ὀργῆς, Θουκ. 3. 84· θυμοῦ, Πλάτ. Νόμ. 869Α· ἀκρ. τῶν χειρῶν, ἐπὶ ἀνθρώπων ὧν αἱ χεῖρές εἰσι δεδεμέναι, Διον, Ἁλ. 1. 38· ὡσαύτως, ἀκρατὴς ἐν τῇ χρήσει πράγματός τινος, ἀφροδισίων, οἴνου, Ξεν. Ἀπομ. 1. 2, 2, Οἰκ. 12. 11· οὕτως, ἀκρ. κέρδους, τιμῆς, ἀκρατὴς ἐν τῇ ἐπιδιώξει αὐτῶν, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 1, 7· ὡσαύτως μετὰ προθ. ἀκρ. πρὸς τὸν οἶνον, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8. 4, 2· περὶ τὰ πόματα ἀκ., Περὶ Μορ. Ζ. 4. 11. 5· καὶ μετ’ ἀπαρεμφ. ἀκρ. εἴργεσθαί τινος, ἀνίκανος νὰ ἀπέχηται ἀπό τινος, Πλάτ. Σοφ. 252C. 2) ἀπολ. ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, ὁ μὴ ὢν κύριος ἑαυτοῦ, ὁ μὴ δυνάμενος νὰ κρατήσῃ τὰ ἑαυτοῦ πάθη, ἀχαλίνωτος, ἀκράτητος, ἀσελγής, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 1 κἑξ., ἀκρ. στόμα, Ἀριστοφ. Βάτρ. 838· νηδύς, Ἀριστίας παρ’ Ἀθην. 686Α: - Ἐπίρρ., ἀκρατῶς ἔχειν προς τι, Πλάτ. Νόμ. 710Α. 3) ὡσαύτως ἐπὶ πραγμάτων, ἀκυβέρνητος, ἄμετρος, δαπάνη, Ἀνθ. Π. 9. 367· οὖρον... ἀκρατές, ἀκράτεια οὔρων, Ἀρεταῖος, Αἴτ. Ὀξ. Παθ. 1. 6· οὕτω κατ’ ἐπίρρ. ἀκρατὶ τὰ οὖρα ἐκχέειν, Αἴτ. Χρον. Παθ. 1. 7.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 sans force ; impotent;
2 qui ne se contient pas, intempérant : ἀκρατὴς γλώσσης ESCHL qui n’est plus maître de sa langue, qui parle au hasard ; ἀκρατὴς οἴνου XÉN qui use du vin avec excès ; ἀκρατὴς κέρδους, τιμῆς ARSTT avide de gain, d'honneurs.
Étymologie: ἀ, κράτος.
Spanish (DGE)
(ἀκρᾰτής) -ές
• Morfología: [neutr. plu no contr. ἀκρατέα Hp.Aër.10]
sent. act.
I 1desvalido γῆρας S.OC 1236, παιδία Hp.l.c.
•medic., c. gen. que no tiene dominio γλώσσης A.Pr.885, φωνῆς Hp.Morb.2.6a, σώματος Hp.Art.48, IG 42.121.107 (Epidauro IV a.C.), ἑωυτοῦ del que sufre una parálisis, Hp.Morb.2.6a, χειρῶν IG 42.125.10 (Epidauro III a.C.), cf. D.H.1.38 (pero ἀ. χειρός que no puede controlar sus manos e.d. ladrón, cleptómano Phryn.PS 51)
•paralizado de miembros δάκτυλοι IG 42.121.22 (Epidauro IV a.C.), ἀκρατέα τὰ μέλεα καὶ ἐπισυρόμενα, οὐκ ἀναίσθητα Aret.SD 1.7.6.
2 sent. moral incapaz de dominarse o controlarse, incontinente, desenfrenado como subst. ὁ ἀ. op. ἐγκρατής Arist.EN 1150b30, 1145b11, cf. Plb.12.15.2, 2Ep.Ti.3.3, op. ἀνδρεῖος, σοφός, δίκαιος X.Hier.5.2
•fig. στόμα Ar.Ra.838, νηδύς Aristias 3
•desenfrenado respecto a, incapaz de contener c. ac. rel. ἀ. τὴν γλῶτταν Poll.6.146
•c. gen. ὀργῆς Th.3.84, θυμοῦ Pl.Lg.869a, ἀφροδισίων X.Mem.1.2.2, γάμων Phryn.PS 50, οἴνου X.Oec.12.11, ὕπνου X.Oec.12.12, ἐπιθυμιῶν X.Cyr.5.1.14, κέρδους, τιμῆς que tiene un afán desenfrenado de lucro, de honores Arist.EN 1147b33
•c. dat. ἀ. γλώσσῃ LXX Pr.27.20a
•c. prep. πρὸς τὸν οἶνον Arist.HA 594a10, πρὸς γυναῖκας Plb.8.9.2, πρὸς χρήματα Iambl.Protr.20, περὶ τὰ πόματα Arist.PA 691a3
•c. inf. ἀ. εἴργεσθαι τινός = incapaz de abstenerse de algo Pl.Sph.252c
•esp. en medic., de órganos que no puede dominar, que no puede controlar ὑστέρη ἀ. τῶν ὑγρῶν Aret.SD 2.11.5, κοιλίη ἀ. σιτίων Aret.CD 2.7.1.
3 jur. inválido, nulo ὃς ἂν τὰς πρήσις ἀκρατέα[ς] ποιῇ aquel que anule las ventas, Schwyzer 688.6 (Quíos V a.C.), ἀκρατέα ποιεῖν τὰ ἐψηφισμένα IG 12(8).267.12 (Tasos III a.C.) en SEG 46.1190.
II sent. pas. incontrolable, desmedido, inmoderado de cosas ὀργή Plu.2.10e, Heraclit.All.73, συνουσίαι Plu.2.997c, δαπάνη AP 9.367 (Luc.), οὖρον ἀ. incontinencia en la orina Aret.SA 1.6.6.
III adv. ἀκρατῶς, jón. ἀκρατέως = sin control, desenfrenadamente βιοτεύειν Arist.EN 114a15, ἀκρατῶς ἔχοντες ἑαυτῶν incapaces de controlarse Is.3.17, ἀκρατῶς ἔχειν πρὸς τὰς ἡδονάς Pl.Lg.710a, ἀκρατῶς ἐπικεῖσθαι τοῖς φεύγουσιν Plb.11.14.7, ἀκρατῶς ἐπιγελᾶν I.BI 1.353, τῆς οὐρήθρης ἀκρατῶς διακεῖσθαι tener incontinencia de orina Hp.Acut.(Sp.) 55.
English (Strong)
from Α (as a negative particle) and κράτος; powerless, i.e. without self-control: incontinent.
English (Thayer)
(ές, genitive (έος, (οῦς, (κράτος), without self-control, intemperate: Plato and Xenophon down.)
Greek Monolingual
-ές (Α ἀκρατής)
(με ηθ. σημ.) αυτός που δεν μπορεί να συγκρατήσει τα πάθη του, να επιβληθεί στον εαυτό του, ασυγκράτητος, έκλυτος
αρχ.
1. ο δίχως σωματική δύναμη, αδύναμος
2. αυτός που δεν έχει εξουσία, επιβολή πάνω σε κάτι
3. αυτός που δεν κρατά το μέτρο στη χρήση ενός πράγματος, αχαλίνωτος
4. (για πράγματα) ο χωρίς έλεγχο ή μέτρο, ανεξέλεγκτος, άμετρος
5. (Νομ.) ο άκυρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + -κρατὴς < κράτος.
ΠΑΡ. ακράτεια
αρχ.
ἀκρατεύομαι, ἀκρατόεις, ἀκρατῶ
μσν.
ἀκρατοσύνη.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀκρατόγελως
μσν.- νεοελλ.
ἀκρατοπότης
μσν.
ἀκρατόστομος, ἀκρατόφρων.
Greek Monotonic
ἀκρᾰτής: -ές (α στερητικό κράτος),
I. ανίσχυρος, αδύναμος, άτονος, εξασθενημένος, σε Σοφ.
II. 1. με γεν. πράγμ., αυτός που δεν έχει δύναμη, εξουσία ή επιβολή σε κάτι, Λατ. impotens, γλώσσης, σε Αισχύλ.· ὀργῆς, σε Θουκ.· επίσης, ακρατής, έκλυτος στην χρήση ενός πράγματος, οἴνου, σε Ξεν., Αριστ.· περὶ τὰ πόματα, στον ίδ.
2. απόλ., αυτός που δεν μπορεί να επιβληθεί στον εαυτό του (στα πάθη του), αχαλίνωτος, Λατ. impotens sui, στον ίδ.
3. λέγεται για πράγματα, άμετρος, υπέρμετρος, υπερβολικός, παράλογος, δαπάνη, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀκρᾰτής:
1) немощный (γῆρας Soph.): τοῦ σώματος παρεθέντος ἀ. γενέσθαι Plut. физически обессилеть; ἀ. ἐγένετο τῶν κεράτων τοῦ κριοῦ Luc. (Гелла) не смогла удержаться за рога барана; ἀ. εἵργεσθαί τινος Plat. неспособный удержаться от чего-л.;
2) неспособный совладать, невоздержный, неумеренный (τινος Aesch., Xen., Plat., Arst., Plut., πρός и περί τι Arst., Plut.);
3) несдержанный, разнузданный (sc. ἄνδρες Xen., Arst.: στόμα Arph.);
4) непомерный, чрезмерный (δαπάνη Anth.).
Middle Liddell
κράτος, I. powerless, impotent, Soph.
II. c. gen. rei, not having power or command over a thing, Lat. impotens, γλώσσης Aesch.; ὀργῆς Thuc.:—also, intemperate in the use of a thing, οἴνου Xen., Arist.; περὶ τὰ πόματα Arist.
2. absol. without command over oneself, incontinent, Lat. impotens sui, Arist.
3. of things, immoderate, δαπάνη Anth.
Chinese
原文音譯:¢kr£thj 阿-克拉帖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:不-握住的
字義溯源:無能力,不能自約,不約束自己的;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(κράτος)*=權力)組成
出現次數:總共(1);提後(1)
譯字彙編:
1) 不能自約(1) 提後3:3
English (Woodhouse)
incontinent, intemperate, licentious, unbridled, ungovernable
Translations
Arabic: ضَعِيف, عَاجِز; Belarusian: бяссі́льны, немоцный, бездапаможны, бяспомачны; Bulgarian: безсилен, немощен, безпомощен; Chinese Mandarin: 無力的, 无力的; Czech: bezmocný; Dutch: machteloos; Esperanto: senpova; Finnish: voimaton, heikko; French: impuissant; Georgian: უძლური; German: kraftlos; Ancient Greek: ἀδύνατος; Hungarian: erőtlen; Interlingua: impotente; Italian: impotente; Japanese: 弱い, 脆い, 無力な; Korean: 무력하다; Latin: nequiens, impotens; Macedonian: немоќен; Manx: neuphooaral; Maori: hangenge, mīere, rōrā, kahakore, mohemohe, ngoikore, paraheahea; Norwegian: maktesløs; Polish: bezsilny; Portuguese: impotente; Russian: бессильный, беспомощный, немощный; Serbo-Croatian Cyrillic: не̏моћан, обеснажен, бе̏спомоћан; Roman: nȅmoćan, obesnažen, bȅspomoćan; Slovak: bezmocný; Slovene: nemočen; Spanish: impotente; Tocharian B: avaṣi; Ukrainian: безсилий, немічний, безпомічний