κλαρία
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
Greek (Liddell-Scott)
κλαρία: Δωρ. ἀντὶ τοῦ κληρία, τά, συγγραφὴ χρεωστική, «ὁμόλογον», Πλουτ. Ἆγις 13.
French (Bailly abrégé)
v. κληρίον.
Greek Monolingual
κλαρία ή, δ. γρφ., κλάρια, τὰ (Α) κλάρος
γραπτές ομολογίες χρέους, χρεωστικά έγγραφα, χρεώγραφα («τὰ παρὰ τῶν χρεωστῶν γραμματεῖα... ἅ κλαρία καλοῦσι», Πλούτ.).
Russian (Dvoretsky)
κλᾱρία: τά [дор. pl. к κληρίον долговая книга, список задолженности Plut.