δευτεροστάτης

From LSJ
Revision as of 10:50, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δευτεροστάτης Medium diacritics: δευτεροστάτης Low diacritics: δευτεροστάτης Capitals: ΔΕΥΤΕΡΟΣΤΑΤΗΣ
Transliteration A: deuterostátēs Transliteration B: deuterostatēs Transliteration C: defterostatis Beta Code: deuterosta/ths

English (LSJ)

[ᾰ], ου, ὁ, A one who stands in the rear file of the Chorus, Them.Or.13.175b. 2 in plural, soldiers in the rear rank, Arr.Alan.17.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ que está en segundo lugar en un coro, op. πρωτοστάτης Them.Or.13.175b, en la jerarquía de los sacerdotes de una divinidad oriental Διονύσιος ... δ. Θεοῦ Βαλμαρκώδου Sitz.Berl.1887.419.129 (Berito, imper.)
milit., de un soldado que está en segunda línea de batalla οἱ ἐν τῇ παρατάξει μετὰ τὴν πρωτοστάτην καὶ τὸν δευτεροστάτην ἱστάμενοι ἐν τῇ τρίτῃ τάξει Origenes M.12.288C, cf. Eust.923.56, plu. οἱ δευτεροστάται soldados de retaguardia Arr.Alan.17.

German (Pape)

[Seite 553] ὁ, der als der Zweite, im zweiten Gliede steht, Themist. or. 13 p. 175 b.

Greek Monolingual

δευτεροστάτης, ο (Α)
1. αυτός που στέκεται στη δεύτερη σειρά του χορού
2. πληθ. δευτεροστάται
στρατιώτες παραταγμένοι στη δεύτερη σειρά.