βαρύχορδος
From LSJ
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
English (LSJ)
ον, deep-toned, φθόγγος AP12.187 (Strat.).
Spanish (DGE)
(βᾰρύχορδος) -ον
• Prosodia: [-ῠ-]
de tonos graves φθόγγος AP 12.187 (Strat.).
German (Pape)
[Seite 435] φθόγγος, tiefklingend, Strat. 29 (XII, 187).
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρύχορδος: -ον, ὁ βαρὺν τόνον ἔχων, βαρέως ἠχούσας τὰς χορδὰς ἔχων, φθόγγος Ἀνθ.Π.12.187.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux sons graves.
Étymologie: βαρύς, χορδή.
Greek Monolingual
βαρύχορδος, -ον (Α)
με βαθύ, χαμηλό ήχο.
Greek Monotonic
βᾰρύχορδος: -ον (χορδή), αυτός που έχει βαρύ τόνο στις χορδές, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
βαρύχορδος: низко звучащий, низкий (φθόγγος Anth.).