βλεπτός
From LSJ
ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in
English (LSJ)
ή, όν, to be seen, S.OT1337.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
digno de ser visto τί δῆτ' ἐμοὶ βλεπτὸν ἦν στερκτόν S.OT 1337.
Greek (Liddell-Scott)
βλεπτός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ ἴδῃ, ἄξιος νὰ ἴδῃ τις αὐτόν, Σοφ. Ο. Τ. 1337.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qu’il faut voir, digne d'être vu.
Étymologie: adj. verb. de βλέπω.
Greek Monolingual
βλεπτός, -ή, -όν (Α) βλέπω
εκείνος τον οποίο μπορεί ή αξίζει να δει κανείς.
Greek Monotonic
βλεπτός: -ή, -όν, αυτός που φαίνεται ή που αξίζει να κοιταχθεί, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
βλεπτός: достойный созерцания: τί δῆτ᾽ ἐμοι βλεπτόν; Soph. на что мне еще глядеть?
Middle Liddell
[From βλέπω
to be seen, worth seeing, Soph.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βλεπτός -ή -όν βλέπω waard om te zien, waard om bekeken te worden.