ἀαγής

From LSJ
Revision as of 12:20, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀᾱγής Medium diacritics: ἀαγής Low diacritics: ααγής Capitals: ΑΑΓΗΣ
Transliteration A: aagḗs Transliteration B: aagēs Transliteration C: aagis Beta Code: a)agh/s

English (LSJ)

ές, unbroken, hard Od.11.575, Theoc.24.123, etc. (ἀϝαγής, cf. ἄγνυμι.) [First α short ll. cc., long A.R.3.1251, Q.S.6.596.]

Spanish (DGE)

(ἀᾱγής) -ές
• Prosodia: [ᾰ-, pero ᾱ- A.R.3.1251, Q.S.6.596]
irrompible ῥόπαλον Od.11.575, cf. δίφροι Theoc.24.123, δόρυ A.R.l.c., Q.S.l.c., θώρηκες Nonn.D.2.294, cf. Hdn.Gr.1.61.
• Etimología: ἀ- priv. + raíz Ϝαγ- c. alarg. métrico (?), cf. ἄγνυμι.

German (Pape)

[Seite 1] ές (ἄγνυμι), unzerbrechlich, Hom. ῥόπαλον, Od. 11, 575; δίφρος Theocr. 24, 121, unzerbrochen; δόρυ An. Rh. 3, 1251 Qu. Sm. 6, 596 (welche beide auch das erste α im Anf. des Verses lang brauchen); Nonn. θώρηκες, Dion. 2, 284.

Greek (Liddell-Scott)

ἀαγής: ές· ἄθραυστος, ἢ ὃν δὲν δύναταί τις νὰ θραύσῃ, ἰσχυρός, σκληρός. Ὀδ. Λ, 575, Θεοκρ. 24, 121 κλπ. (ἐν ἀρχῇ ἀϝαγής· πρβλ. ἄγνυμι). [Τὸ πρῶτον α βραχὺ ἐν Ὀδυσ. καὶ παρὰ Θεοκρ., ἀλλὰ μακρὸν παρ’ Ἀπ. Ροδ. 3, 1251. Κόϊντ. Σμυρ. 6, 596.]

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui ne se rompt pas, solide.
Étymologie: , ἄγνυμι.

Greek Monotonic

ἀᾱγής: -ές (ἄγνυμι), αδιάσπαστος, αρραγής, σκληρός, δυνατός, άθραυστος, σε Ομήρ. Οδ., Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀᾱγής: несокрушимый, твердый, крепкий (ῥόπαλον Hom.; δίφρος Theocr.).

Middle Liddell

ἄγνυμι
unbroken, not to be broken, hard, strong, Od., Theocr.