ἀνίερος

From LSJ
Revision as of 13:05, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνῐ́ερος Medium diacritics: ἀνίερος Low diacritics: ανίερος Capitals: ΑΝΙΕΡΟΣ
Transliteration A: aníeros Transliteration B: anieros Transliteration C: anieros Beta Code: a)ni/eros

English (LSJ)

ον,
A unholy, unhallowed, A.Ag. 220,769, Supp.757; ἀνίερος ἀθύτων πελάνων = unhallowed because of the unoffered sacrifices, E.Hipp.146 (all lyr. passages); of a child born out of wedlock, Pl.R.461b.
II receiving no victims, Ἄρης E.Fr.992 (lyr.).

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-ῑ-]
I 1no santo, impío θράσος A.A.769, μένος A.Supp.757, cf. A.220, τύχη Trag.Adesp.336b, ἀγών Ph.1.681, ἐπιθυμία Ph.2.235, del demonio, Eus.M.20.1420B, de los judíos ἀ. γενόμενοι Ath.Al.Fug.2.4 (p.69.12).
2 ilegítimo de un hijo καὶ ἀνίερον φήσομεν αὐτὸν παῖδα τῇ πόλει καθιστάναι Pl.R.461b.
II que no recibe víctimas Ἄρης E.Fr.992, ἀνίερος ἀθύτων πελάνων E.Hipp.146.
III adv. ἀνιέρως = sacrilegamente Dion.Ar.M.3.137A.

German (Pape)

[Seite 236] unheilig, Aesch. Ag. 213. 746; δαίμων Suppl. 738 u. sonst; τύχη, Unglück, B. A. 13; νόθος καὶ ἀν. παῖς Plat. Rep. V, 461 b, nicht durch heilige Gebräuche geweiht.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνίερος: -ον, ὁ μὴ ἱερός, μὴ ἡγιασμένος, βέβηλος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 220. 770, Ἱκ. 757· ἀνίερος ἀθύτων πελάνων, μὴ ἱερός, βέβηλος ἕνεκα τῶν μὴ προσενεχθεισῶν θυσιῶν, Εὐρ. Ἱππ. 147· ἅπαντα λυρικὰ χωρία. ΙΙ. ὁ μὴ καθιερωρείς, Πλάτ. Πολ. 461Β.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non consacré.
Étymologie: , ἱερός.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνίερος, -ον)
ανόσιος, βέβηλος, αυτός που δεν σέβεται τα ιερά
μσν.
1. ψευδοϊερέας, αυτός που αντικανονικά ασκεί το ιερατικό λειτούργημα
2. ο μη χριστιανός
αρχ.
1. αυτός στον οποίο δεν προσφέρονται θυσίες
2. (για εξώγαμα παιδιά) μη νόμιμος.

Greek Monotonic

ἀνίερος: -ον, I. ανόσιος, μη αγιασμένος, βέβηλος, σε Αισχύλ.· ἀνίερος ἀθύτων πελάνων, ανίερος εξαιτίας μη προσφερομένων θυσιών, σε Ευρ.
II. μη καθιερωμένος, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνίερος:
1) неосвященный (νόθος καὶ ἀ. παῖς Plat.);
2) не принесший жертвы, не очистившийся жертвоприношениями (κούρα Eur.);
3) нечестивый, безбожный (θράσος Aesch.; ὁμιλία Plut.).

Middle Liddell


I. unholy, unhallowed, Aesch.; ἀνίερος ἀθύτων πελάνων unhallowed because of unoffered sacrifices, Eur.
II. unconsecrated, Plat.