ἀποκαθεύδω

From LSJ
Revision as of 13:45, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποκαθεύδω Medium diacritics: ἀποκαθεύδω Low diacritics: αποκαθεύδω Capitals: ΑΠΟΚΑΘΕΥΔΩ
Transliteration A: apokatheúdō Transliteration B: apokatheudō Transliteration C: apokatheydo Beta Code: a)pokaqeu/dw

English (LSJ)

A sleep away from home, ἐς τὸ ἱερόν Philostr.VS2.4.1; of a woman separated from her husband, sleep apart, Eup.399. II fall asleep over a thing, Them.Or.1.13d.

Spanish (DGE)

I 1dormir aparte de una mujer separada de su marido, Eup.399.
2 dormir fuera de casa ἐς τὸ τοῦ Ἀσκληπιοῦ ἱερόν Philostr.VS 568, ἐν νυκτὶ ταῦτα ἐγίνετο καὶ εἰκός τινας καὶ ἀποκαθευδῆσαι y esto sucedió durante la noche, y es verosímil que algunas (de las mujeres que estaban en la tumba de Jesucristo cuando resucitó) incluso se hubiesen dormido Chrys.M.58.783, cf. Mac.Magn.Apocr.4.11 (p.173.7).
II fig. descuidarse ἐν πολλοῖς πολλάκις Them.Or.1.13d.

German (Pape)

[Seite 305] (s. εὕδω), 1) auswärts, außer dem Hause schlafen, Eupol. bei Suid. B. A. 428 ἀποκοιτεῖν erkl.; Philostr. – 2) bei etwas einschlafen, Themist. or. 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκαθεύδω: μέλλ. -ευδήσω, παρατ. ἀποκαθηῦδον ἢ καθεῦδον καὶ ἀπεκάθευδον: - ἀποκοιτῶ, καθεύδω ἐκτὸς τῆς οἰκίας, ἐς τὸ ἱερὸν Φιλόστρ. 568· ἐπὶ γυναικὸς κεχωρισμένης ἀπὸ τοῦ ἀνδρὸς αὐτῆς, κοιμῶμαι χωριστά, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 138. ΙΙ. ἀποκοιμῶμαι ἐπάνω εἴς τι, Θεμίστ. 13D.

Greek Monolingual

ἀποκαθεύδω (Α)
1. κοιμάμαι ακόμη, συνεχίζω να κοιμάμαι
2. κοιμάμαι κάπου αλλού, όχι στο σπίτι μου
3. (για γυναίκα χωρισμένη) κοιμάμαι με άλλον
4. αδιαφορώ για κάτι.