ἀπελάτης

From LSJ
Revision as of 13:50, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt

Menander, Monostichoi, 329
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπελάτης Medium diacritics: ἀπελάτης Low diacritics: απελάτης Capitals: ΑΠΕΛΑΤΗΣ
Transliteration A: apelátēs Transliteration B: apelatēs Transliteration C: apelatis Beta Code: a)pela/ths

English (LSJ)

[λᾰ], ου, δ, driver away, cattle-lifter, Ptol.Tetr.180, Just. Nov.22.15.1.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ cuatrero, bandido Ptol.Tetr.4.4.7, Iust.Nou.22.15.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπελάτης: -ου, ὁ, ὁ ἀπελαύνων, κλέπτων ζῷα, «ἀπελάτης κυρίως λέγεται ὅστις θρέμματα ἀπὸ βοσκῆς ἢ βουκολίων ἀποσύρει» κτλ. Γλωσσ. νομ. Λαββαίου.

Greek Monolingual

ο (AM ἀπελάτης) απελαύνω
μσν.- νεοελλ.
1. πολεμιστής στα σύνορα του βυζαντινού κράτους
2. γενναίος πολεμιστής, αγωνιστής
αρχ.-μσν.
ζωοκλέφτης.