ἐμποίησις
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
English (LSJ)
εως, ἡ, A production, δογμάτων Arr.Epict.4.11.8: f.l. for πτόησιν, D.C. 37.16. II (ἐμποιεῖσθαι) laying claim to, BGU94.14 (iii A.D.), etc.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
• Morfología: [gen. -ιος SEG 25.383.193 (Epidauro IV a.C.)]
I 1dud. construcción, fabricación ἐνποιήσιος κλαικός SEG l.c.
2 sent. intelectual formación ἐ. οἵων δεῖ δογμάτων formación de las opiniones adecuadas Arr.Epict.4.11.8, ἠθοποιία δ' ἐστὶν ἤθους ἐ. Ar.Did. en Stob.2.7.1.
II jur. reclamación de la propiedad de un bien, en fórmulas legales πάσῃ βεβαιώσι ἀπὸ δημοσίων τελεσμάτων ... καὶ πάσης ἐμποιήσεως con total garantía de quedar exento de impuestos públicos y de toda reclamación, PMich.Teb.121re.2.9.5 (I a.C.), cf. SB 13764.21, BGU 193.21 (ambos II d.C.).
German (Pape)
[Seite 816] ἡ, Gewohnheit, D. Cass. 37, 16.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμποίησις: -εως, ἡ, ἔθιμον, συνήθεια, Δίων Κ. 37, 16.
Greek Monolingual
ἐμποίησις, η (Α)
1. παραγωγή, δημιουργία, παρουσίαση («ἐμποίησις δογμάτων», Δίων Κ.)
2. έγερση αξιώσεως, απαιτήσεως («ἄρουραι καθαραὶ ἀπὸ πάσης ἐμποιήσεως», Πάπ.).