θριδάκινος

From LSJ
Revision as of 18:00, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead

Sophocles, Antigone, 559-60

German (Pape)

[Seite 1219] salatartig, φύλλα Luc. V. H. 1, 13.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
semblable à de la laitue, de laitue.
Étymologie: θρῖδαξ.

Greek (Liddell-Scott)

θρῐδάκῐνος: -η, -ον, ἐκ θριδάκων, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 13· ἴδε θριδακίνη ΙΙ.

Greek Monolingual

θριδάκινος, -ίνη, -ον (Α) θρίδαξ
αυτός που μοιάζει με μαρούλι ή προέρχεται από μαρούλι.

Greek Monotonic

θρῐδάκῐνος: -η, -ον, ο φτιαγμένος από μαρούλι, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

θρῑδάκῐνος: (ᾰ) похожий на латук, салатный (φύλλα Luc.).

Middle Liddell

θρῐδάκῐνος, η, ον
of lettuce, Luc. [from θρῐ́δαξ]