γεροντία

From LSJ
Revision as of 18:07, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γεροντία Medium diacritics: γεροντία Low diacritics: γεροντία Capitals: ΓΕΡΟΝΤΙΑ
Transliteration A: gerontía Transliteration B: gerontia Transliteration C: gerontia Beta Code: geronti/a

English (LSJ)

ἡ, Lacon., = γερουσία, X.Lac.10.1.

Spanish (DGE)

v. γερουσία.

German (Pape)

[Seite 486] ἡ, Versammlung der Geronten in Sparta, Xen. Lac. 10, 1, = γερουσία.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
assemblée des vieillards ou sénat à Sparte.
Étymologie: lac. c. γερουσία.

Greek (Liddell-Scott)

γεροντία: ἡ, Λακων. τύπος τοῦ Γερουσία, Ξεν. Λακ. 10, 1.

Greek Monolingual

γεροντία, η (δωρ. τ.) (Α)
η γερουσία.

Greek Monotonic

γεροντία: ἡ, Λακων. τύπος του γερουσία, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

γεροντία: ἡ лак. Xen. = γερουσία.