γρυλίζω
ἀλλ᾽ οὐδὲ εἷς τέκτων ὀχυρὰν οὕτως ἐποίησεν θύραν, δι᾽ἧς γαλῆ καὶ μοιχὸς οὐκ εἰσέρχεται → but no carpenter ever made a door so secure that a weasel or a womanizer could not pass through it
English (LSJ)
( γρυλλίζω is incorrect acc. to Phryn.PSp.58 B.), Dor. fut. γρυλιξεῖτε Ar.Ach. 746:—grunt, of swine, Ar.l.c., Pl.307, D. Chr.7.74; of a person, Procop.Arc.17.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): frec. var. γρυλλ-
• Morfología: [dór. fut. γρυλλιξεῖτε (var. γρυλι-) Ar.Ach.746]
gruñir los cerdos γρυλλιξεῖτε καὶ κοΐξετε Ar.Ach.l.c., cf. Pl.307, D.Chr.7.74, Phryn.PS 58, Poll.5.87, Zonar.
•fig. de pers. gruñir, murmurar βασιλεὺς ... καθῆστο γρυλλίζων Procop.Arc.17.4, cf. Hsch.
•sobre la distinta graf. γρυλ-, γρυλλ- Phryn.PS 58.
• Etimología: v. γρῦ.
French (Bailly abrégé)
grogner en parl. d'un porc.
Étymologie: cf. γρῦ.
Greek (Liddell-Scott)
γρῡλίζω: μεταγ. γρυλλίζω (Α. Β. 33, κτλ.)· Δωρ. μέλ. γρυλιξεῖτε Ἀριστοφ. Ἀχ. 746· -γρυλλίζω, «μουγκρύζω», ἐπὶ χοίρων, Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., Πλ. 307.
Greek Monolingual
γρυλισμός κ.λπ.
βλ. γρυλλίζω, γρυλλισμός κ.λπ.
Greek Monotonic
γρῡλίζω: ή γρυλλίζω, Δωρ. βʹ πληθ. μέλ. γρυλιξεῖτε, γρυλλίζω, μουγκρίζω, λέγεται για τα γουρούνια, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
γρῡλίζω: хрюкать Arph.
Middle Liddell
[from γρῦλος
to grunt, of swine, Ar.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γρυλίζω γρῦ Dor. fut. 2 plur. γρυλλιξεῖτε, knorren van varkens.