αἰτητός
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
English (LSJ)
όν, verb. Adj. asked for, ἀρχὴν δωρητόν, οὐκ αἰτητόν freely given, not asked for, S.OT384.
Spanish (DGE)
-όν
1 solicitado, pedido ἀρχὴν οὐκ αἰτητόν S.OT 384.
2 lóg., subst. τὸ αἰ. postulado ἡ τῶν αἰτητῶν φύσις Gal.Ins.Log.14.11.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
demandé, souhaité.
Étymologie: αἰτέω.
Greek (Liddell-Scott)
αἰτητός: -όν, ῥηματ. ἐπίθ. ὃν ζητεῖ τις, ἀρχὴν δωρητὸν οὐκ αἰτητόν, δωρεὰν δοθεῖσαν, μὴ αἰτηθεῖσαν, Σοφ. Ο. Τ. 384.
Greek Monolingual
αἰτητός, -ή, -όν (Α) αἰτῶ
1. αυτός ο οποίος ζητήθηκε ή τον οποίο ζητεί κανείς
2. «οὐκ αἰτητός», αυτός που παρέχεται, που δίνεται δωρεάν, χωρίς να ζητηθεί.
Greek Monotonic
αἰτητός: -όν, ρημ. επίθ. του αἰτέω, ο ζητούμενος, αυτός που ζητεί κάποιος, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
αἰτητός: [adj. verb. к αἰτέω просимый, требуемый: δωρητός, οὐκ αἰ. Soph. преподнесенный как дар, а не выпрошенный.
Middle Liddell
verb. adj. of αἰτέω
asked for, Soph.