μακραύχην

From LSJ
Revision as of 21:27, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μακραύχην Medium diacritics: μακραύχην Low diacritics: μακραύχην Capitals: ΜΑΚΡΑΥΧΗΝ
Transliteration A: makraúchēn Transliteration B: makrauchēn Transliteration C: makraychin Beta Code: makrau/xhn

English (LSJ)

ὁ, ἡ, gen. ενος, long-necked, long, κλῖμαξ E. Ph.1173: neut. pl., τὰ μακραύχενα Hp.Epid.2.1.8, Arist.HA595a11.

French (Bailly abrégé)

ενος (ὁ, ἡ)
au long cou ; long.
Étymologie: μακρός, αὐχήν.

Greek (Liddell-Scott)

μακραύχην: ὁ, ἡ, ἔχων μακρὸν αὐχένα, μακρός, κλῖμαξ Εὐρ. Φοίν. 1173· - οὐδ. πληθ., τὰ μακραύχενα Ἱππ. 1006Α, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 6, 1.

Greek Monolingual

μακραύχην, -ενος, ὁ, ἡ (Α)
1. αυτός που έχει μακρύ αυχένα, μακρολαίμης («ηὔξατο τῆς μακραύχενος ὄρνιθος τὸν τράχηλον ἔχειν», Αθήν.)
2. (γενικά) μακρός, επιμήκης («μακραύχενα κλίμακα», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + αὐχήν (πρβλ. εριαύχην, ριψαύχην)].

Greek Monotonic

μακραύχην: ὁ, ἡ, μακρολαίμης, μακρός, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

μακραύχην: ενος adj. досл. с длинной шеей, перен. длинный, высокий (κλῖμαξ Eur.).

Middle Liddell

μακρ-αύχην, ενος,
long-necked, long, Eur.