οἰνάρεος

From LSJ
Revision as of 21:30, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῆσιν ἐμπολὰς μακρὰς ἀεὶ παραρρίπτοντες → staking distant ventures on nice balancings

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰνᾰρεος Medium diacritics: οἰνάρεος Low diacritics: οινάρεος Capitals: ΟΙΝΑΡΕΟΣ
Transliteration A: oináreos Transliteration B: oinareos Transliteration C: oinareos Beta Code: oi)na/reos

English (LSJ)

α, ον, of vine leaves or twigs, Ibyc.1.6; σποδίη Hp.Mul.2.195.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de pampre, de vigne.
Étymologie: οἴναρον.

Greek (Liddell-Scott)

οἰνάρεος: [ᾰ], -α, -ον, ὁ ἐκ φύλλων ἀμπέλου κατασκευασθείς, Ἴβυκος ὁ Ρηγῖνος παρ’ Ἀθην. 601Β, Ἱππ. 668. 54.

Greek Monolingual

οἰνάρεος, -έα, -ον (Α)
κατασκευασμένος ή προερχόμενος από τα φύλλα ή τα κλαδιά της αμπέλου («ἐπὶ σποδίην οἰναρέην», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἴναρον + κατάλ. -εος (πρβλ. νεκτάρ-εος)].