μεταπέταμαι
From LSJ
οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
English (LSJ)
or μετα-πέτομαι, fly to another place, fly away, ἀπὸ… εἰς… Luc.Hist.Conscr.50.
German (Pape)
[Seite 152] u. μεταπέτομαι, weg und anders wohin fliegen, Luc. hist. conscrib. 50.
French (Bailly abrégé)
c. μεταπέτομαι.
Greek (Liddell-Scott)
μεταπέταμαι: ἢ -πέτομαι, πέτομαι εἰς ἄλλον τόπον, ἀφίπταμαι, ἀπό… εἰς..., Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 50.
Greek Monolingual
μεταπέταμαι και μεταπέτομαι (ΑΜ)
πετώ μακριά σε άλλο τόπο, απομακρύνομαι πετώντας.
Greek Monotonic
μεταπέταμαι: ή -πέτομαι, μέλ. -πτήσομαι, αόρ. βʹ -επτάμην, αποθ., πετώ σε άλλον τόπο, πετώ μακριά, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
μεταπέταμαι: Luc. v.l. = μεταπέτομαι.
Middle Liddell
or -πέτομαι fut. -πτήσομαι aor2 -επτάμην
Dep. to fly to another place, fly away, Luc.