μεταρσιολεσχία

From LSJ
Revision as of 22:02, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts

Menander, Monostichoi, 87
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταρσιολεσχία Medium diacritics: μεταρσιολεσχία Low diacritics: μεταρσιολεσχία Capitals: ΜΕΤΑΡΣΙΟΛΕΣΧΙΑ
Transliteration A: metarsioleschía Transliteration B: metarsioleschia Transliteration C: metarsioleschia Beta Code: metarsiolesxi/a

English (LSJ)

ἡ, = μετεωρολογία, Plu.Per.5.

German (Pape)

[Seite 153] ἡ, = μετεωρολογία, mit einer verächtlichen Nebenbedeutung des Schwatzens; Plut. Pericl. 5; D. L. 5, 43.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
bavardage dans les nues, càd sur des questions ardues ou inabordables.
Étymologie: μετάρσιος, λέσχη.

Greek (Liddell-Scott)

μεταρσιολεσχία: ἡ, = μετεωρολογία, Πλουτ. Περικλ. 5.

Greek Monolingual

μεταρσιολεσχία, ἡ (Α) μεταρσιολέσχης
η φλυαρία σχετικά με αφηρημένα και ασύλληπτα θέματα.

Greek Monotonic

μεταρσιολεσχία: ἡ (λέσχης), = μετεωρολογία, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

μεταρσιολεσχία:
1) беседа о возвышенном, небесном Plut.;
2) высокопарная болтовня Plut., Diog. L.

Middle Liddell

μεταρσιο-λεσχία, ἡ, λέσχης = μετεωρολογία, Plut.]