μετεωροφέναξ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
ᾱκος, ὁ, astronomical quack, Ar.Nu.333.
German (Pape)
[Seite 160] ακος, ὁ, Meteorwindbeutel, komisch nach μετεωρολόγος gebildet, der mit der Beobachtung der Himmelserscheinungen Betrügerei treibt, Ar. Nubb. 333.
French (Bailly abrégé)
ακος (ὁ) :
charlatan qui fait des dupes en discourant dans les nues.
Étymologie: μετέωρος, φέναξ.
Greek (Liddell-Scott)
μετεωροφέναξ: -ᾱκος, ὁ, ὁ φενακίζων ἐξαπατῶν διὰ τῆς ἀστρολογίας, Ἀριστοφ. Νεφ. 333.
Greek Monolingual
μετεωροφέναξ, -ακος, ό (Α)
αυτός που εξαπατά με τη σοφιστική μετεωρολογία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετέωρος + φέναξ, -ακος «απατηλός»].
Greek Monotonic
μετεωροφέναξ: -ᾱκος, ὁ, αυτός που εξαπατά μέσω αστρολογικών σοφιστειών, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
μετεωροφέναξ: ᾱκος ὁ звездочет-надуватель Arph.