οἰκωφελία
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
English (LSJ)
Ep. οἰκωφελίη, ἡ (cf. οἶκον ὀφέλλειν Od.15.21), increase of the household or estate, housekeeping, τοῖος ἔα ἐν πολέμῳ· ἔργον δέ μοι οὐ φίλον ἔσκεν οὐδ' οἰκωφελίη Od.14.223; γυναιξίν, νόος οἰκωφελίας αἷσιν ἐπάβολος Theoc.28.2, cf. Naumach. ap. Stob.4.23.7.
German (Pape)
[Seite 304] ἡ, Rutzen fürs Haus, Wirthlichkeit; Od. 14, 223, dem Kriegsleben entgeggstzt; die Sorge für das Haus, die dessen Wohlstand mehrt, Ggstz οἰκοφθορία, Naumach. bei Stob. Floril. 74, 7; Plut.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
bien ou profit pour une maison ; soin du ménage.
Étymologie: οἰκωφελής.
Greek (Liddell-Scott)
οἰκωφελία: Ἰων. -ίη, ἡ, «κατὰ τοὺς παλαιοὺς ἡ οἰκουρία καὶ ἐπιμέλεια τοῦ οἴκου διὰ γεωργίας τυχὸν ἢ τοιούτου τινός, οὐ μὴν δι’ ἀποδημίας τῆς κατ’ ἐμπορίαν ἢ κατὰ πόλεμον» (Εὐστ.), τοῖος ἔα ἐν πολέμῳ· ἔργον δέ μοι οὐ φίλον ἔσκεν οὐδ’ οἰκωφελίη Ὀδ. Ξ. 223· πρβλ. Ναυμάχιον παρὰ Στοβ. 438. 6, καὶ Gladstone Hom. Stud. 3. 78 κἑξ.
Greek Monolingual
οἰκωφελία και οἰκωφέλεια, επικ. τ. οἰκωφελίη, ἡ (Α) οικωφελής
οικονομία στο σπίτι, νοικοκυροσύνη («δῶρον... γύναιξιν, νόος οἰκωφελίας αἶσιν ἐπάβολος», Θεόκρ.).
Greek Monotonic
οἰκωφελία: Ιων. -ίη, ἡ, κέρδος, όφελος για το σπίτι, νοικοκυροσύνη, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
οἰκωφελία: ион. οἰκωφελίη ἡ домашние заботы, домашнее хозяйство, домовитость Hom.
Middle Liddell
οἰκωφελία, ἡ, [from οἰκωφελής
profit to a house, housewifery, Od.