πέος
πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται → every knowledge, when separated from justice and the other virtues, ought to be called cunning rather than wisdom | every form of knowledge when sundered from justice and the rest of virtue is seen to be plain roguery rather than wisdom
English (LSJ)
εος, τό, penis, membrum virile, Ar.Ach.158, etc. (Cf. Skt. pásas 'membrum virile'.)
German (Pape)
[Seite 559] εος, τό, auch σπέος, das männliche Glied; Ar. Ach. 1024 u. öfter; Anth.
French (Bailly abrégé)
ους (τό) :
pénis t. médical.
Étymologie: DELG skr. pasas, lat. penis de *pes-ni-s.
Greek (Liddell-Scott)
πέος: -εος, τό, ἀνδρικὸν αἰδοῖον, τὸ πέος ἀποτεθρίακε Ἀριστοφ. Ἀχ. 158, Σφ. 739, Ἱππ. 1010, κ. ἀλλαχοῦ. (Πρβλ. πόσθη, Σανσκρ. pa-sas, Λατ. pe-nis).
Greek Monolingual
το, ΝΑ
το ανδρικό όργανο της συνουσίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πέος ανάγεται σε ΙΕ τ. pesos (με σίγηση του ενδοφωνηεντικού -σ-) και συνδέεται με το αρχ. ινδ. pasas και το λατ. penis (< pes-n-is), το οποίο εμφανίζει έρρινη παρέκταση (πρβλ. κέρας: κρα-ν-ίον). Στην ετεροιωμένη βαθμίδα του θ. ποσ- με εκφραστικό επίθημα -θη ανάγεται ο τ. πόσ-θη «δέρμα που καλύπτει το πέος» (πρβλ. σά-θη, κύσ-θος)].
Greek Monotonic
πέος: -εος, τό, η μεμβράνη του ανδρικού γεννητικού οργάνου, το πέος, σε Αριστοφ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
πέος: πέεος τό membrum virile Arph., Anth.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πέος -ους, τό pik (vulgair).
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: the male member (Ar. Ach.).
Derivatives: πεοίδης with a swollen member (Com. Adesp.; Fraenkel Nom. ag. 2, 109 w. n. 2), also πεώδης id. (Luc. Lex.).
Origin: IE [Indo-European] [824] *pes-os male member
Etymology: Identical with Skt. pásas- n. id.: IE *pésos n. Here with n-enlargement Lat. pēnis from *pes-n-is; prob. as κρανίον beside κέρας etc. (s. vv. u. Ernout-Meillet s. v.). Further, quite uncertain combinations in WP. 2, 68, Pok. 824, W.-Hofmann s. v. -- Cf. πόσθη.
Middle Liddell
πέος, ος, εος, τό,
membrum virile, Ar., etc.
Frisk Etymology German
πέος: {péos}
Grammar: n.
Meaning: das männliche Glied (Ar. Ach.);
Derivative: πεοίδης mit geschwollenem Glied (Kom. Adesp.; Fraenkel Nom. ag. 2, 109 m. A.2), auch πεώδης ib. (Luk. Lex.).
Etymology: Mit aind. pásas- n. ib. identisch: idg. *pésos n. Dazu mit n-Erweiterung lat. pēnis aus *pes-n-is; wohl ähnlich wie κρανίον neben κέρας usw. (s. dd. u. Ernout-Meillet s. v.). Weitere, ganz unsichere Kombinationen bei WP. 2, 68, Pok. 824, W.-Hofmann s. v. —Vgl. πόσθη.
Page 2,507